ευανάτρεπτος

ευανάτρεπτος
εὐανάτρεπτος, -ον (Α)
1. αυτός που ανατρέπεται, αναποδογυρίζει εύκολα
2. αυτός που ανασκευάζεται, αναιρείται εύκολα
3. ιατρ. ο φιλάσθενος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐανάτρεπτον
(για τον ανθρώπινο οργανισμό) η ευπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-τρεπτος (< ανα-τρέπω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐανάτρεπτος — easy to upset masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανάτρεπτον — εὐανάτρεπτος easy to upset masc/fem acc sg εὐανάτρεπτος easy to upset neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανατρέπτους — εὐανάτρεπτος easy to upset masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανάτρεπτα — εὐανάτρεπτος easy to upset neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐανάτρεπτοι — εὐανάτρεπτος easy to upset masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”